Στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που θα εξετάσει το ζήτημα κοστολόγησης του νερού για δεύτερη φορά στην ιστορία του, κατέθεσαν αιτήσεις ακύρωσης έξι ομοσπονδίες και σωματεία (μεταξύ αυτών και εργαζομένων στην ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ), καθώς και 20 πολίτες.
Αίτημά τους είναι να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική και αντίθετη στην ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία η από 26.9.2024 ΚΥΑ για τον «καθορισμό των γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος. Μέτρα βελτίωσης, διαδικασίες και μέθοδος ανάκτησης κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του».
Σύμφωνα με πληροφορίες, στις αιτήσεις τους υποστηρίζουν ότι με την προσβαλλόμενη ΚΥΑ επαναλαμβάνονται όσα είχε ακυρώσει το ΣτΕ με απόφασή του το 2022 για το ίδιο θέμα, με μόνη διαφορά την αφαίρεση κάποιων άρθρων της παλαιότερης ΚΥΑ του 2017.
Οι προσφεύγοντες κάνουν λόγο για παραβίαση συνταγματικών διατάξεων και σημειώνουν πως αποδυναμώνεται ο συνταγματικά επιβεβλημένος δημόσιος και δημοτικός έλεγχος τιμολόγησης της δημόσιας, ζωτικής σημασίας, υπηρεσίας, με συνέπεια «να προκαλείται αβεβαιότητα ως προς τη συνέχιση της παροχής υπό όρους δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή με ασφάλεια, καθολικότητα, υψηλή ποιότητα και προσιτή τιμή».
Οπως υποστηρίζουν, με την επίμαχη ΚΥΑ, «υιοθετείται μια αμιγώς λογιστικού χαρακτήρα τιμολογιακή πολιτική, που αφορά αδιακρίτως όλη τη χώρα, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κάθε λεκάνης απορροής ποταμού».
Υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, με απόφαση που εξέδωσε το Δ’ Τμήμα του (2519/2022), είχε ακυρώσει την ΚΥΑ του 2017 για την τιμολόγηση του νερού, ως αντίθετη στην ευρωπαϊκή οδηγία 2000/60, καθώς και στην εθνική νομοθεσία.
Οι σύμβουλοι Επικράτειας υπογράμμιζαν στην απόφασή τους πως «το ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν», αλλά και πως «από τις διατάξεις της οδηγίας και τον σκοπό της, συνιστάμενο στη διασφάλιση της ποιότητας του ύδατος και στη διαχείριση αυτού όχι ως εμπορικού προϊόντος, αλλά ως κοινωφελούς αγαθού, προκύπτει ότι η εθνική πολιτική παροχής υπηρεσιών ύδρευσης, συμπεριλαμβανομένης και της τιμολόγησης αυτών, σχεδιάζεται από τα κράτη-μέλη ως πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, με κριτήριο την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της εν λόγω οδηγίας, ανά λεκάνης απορροής υδάτων, για την προστασία των εσωτερικών, επιφανειακών και υπόγειων υδάτων συνεκτιμώντας κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις».