Ο Άκης Κατσούδας συνάντησε έναν από τους ανθρώπους που έζησαν από κοντά τις μεγάλες μέρες της ομάδας και μίλησαν για τις παιδικές του αναμνήσεις στο κατάμεστο γήπεδο της πόλης, τον Σάκη Κουβά και το απίστευτο περιστατικό στη Λεωφόρο.
Οι οικογενειακοί δεσμοί με τον Βύζαντα Μεγάρων
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Μέγαρα την εποχή που η ομάδα της πόλης, ο Βύζας, ζούσε τις χρυσές σελίδες της ιστορίας του. Όταν έπαιξε για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική ήμουν 12 χρόνων.
Δεν έχανα παιχνίδι. Κι όχι μόνο παιχνίδι, ούτε προπόνηση. Θυμάμαι, σχόλαγα από το σχολείο, έκανα τα μαθήματά μου και στις 4 ήμουν στο γήπεδο. Έπαιζα και εγώ ποδόσφαιρο, αλλά δεν με άφησε ο πατέρας μου να συνεχίσω. Ήθελε να σπουδάσω, όπως και έκανα τελικά.
Η οικογένειά μου έχει στενές σχέσεις με τον Βύζαντα από την ίδρυσή του, το 1928. Ο αδερφός του πατέρα μου, ο Κωνσταντίνος Μπούρης ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη, όπως το αποδεικνύει και το καταστατικό του συλλόγου. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτός.
Ο ξάδερφος μου, τον οποίο έλεγαν επίσης Ράλλη Μπούρη, αλλά όλοι τον αποκαλούσαν Λάκη, έπαιζε αριστερό μπακ και ήταν ένας από τους καλύτερους στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Να φανταστείς, ήρθαν στο σπίτι του θείου μου του Γιώργου μια μέρα ο Μπέμπης μαζί με τον Κοτρίδη και του ζήτησαν να πάει στον Ολυμπιακό. Του προσέφεραν δουλειά στη ΔΕΗ, δέκα χρυσές λίρες και δύο κοστούμια. Αλλά ο Λάκης δεν ήθελε να φύγει από τον Βύζαντα. Τελικά δεν έφυγε ποτέ. Ανέβηκε με την ομάδα στην πρώτη κατηγορία και μετά σταμάτησε το ποδόσφαιρο γιατί είχε δικιά του εταιρία που έχτιζε σπίτια.
Το αήττητο μέσα στα Μέγαρα και η πόλη που ζούσε για το ποδόσφαιρο
Τα χρυσά χρόνια του συλλόγου ήταν από το 1966 έως και το 1970, όταν και έπεσε και πάλι στη Β’ Εθνική. Είχε παιχταράδες. Τον Μιλτιάδη Σεϊταρίδη, θείο του Γιούρκα, τον Μπαλόπουλο που ήρθε από την ΑΕΚ, τον Τριανταφύλλου, τον Σουρούνη, τον Σκριβάνο από την Προοδευτική.
Ο παίχτης, όμως, που άφησε όνομα ήταν ο Σάκης Κουβάς, που αργότερα πήρε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό. Δεν υπάρχει άνθρωπος από τα Μέγαρα που δεν ξέρει το όνομά του. Και τα κορίτσια εκείνης της εποχής, οι συμμαθήτριες μου στο σχολείο, μιλούσαν για εκείνον στα διαλείμματα, κάτι το οποίο δεν ήταν και το πιο συνηθισμένο εκείνη την εποχή. Είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της ομάδας και ένας από τους τέσσερις ποδοσφαιριστές που έχουν καταφέρει να σκοράρουν πέντε γκολ σε παιχνίδι στην Ελλάδα.
Όλοι τους έκαναν μια φοβερή μαγιά, που έβγαλε τον Βύζαντα αήττητο στην έδρα του για μια ολόκληρη χρονιά. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ το 3-1 επί του Ολυμπιακού, το 1-0 κόντρα στον Παναθηναϊκό, από το κόρνερ του Νεστορίδη που τότε έπαιζε σε εμάς. Το 2-1 εναντίον της ΑΕΚ, το 3-1 κατά του μεγάλου ΠΑΟΚ του Κούδα.
Το γήπεδο ήταν πάντα γεμάτο, δεν έβρισκες να κάτσεις. Όταν έπαιζε ο Βύζαντας δεν κουνιόταν φύλλο στα Μέγαρα. Έμπαινε γκολ και οι φωνές ακούγονταν μέχρι στις πάνω γειτονιές.
Εμείς παίρναμε τα λεγόμενα φοράκια που μας τα έδιναν με ένα ταλιράκι για να μπούμε, επειδή ήμασταν μαθητές του γυμνασίου. Καθόμασταν μπροστά με τους όρθιους. Εκεί έρχονταν όλοι οι παίκτες. Θυμάμαι τον Αντώνη Αντωνιάδη που του χάιδεψα την πλάτη. Είχε κάνει ένα τόσο δυνατό σουτ έξω από την περιοχή που η μπάλα βρήκε στο δοκάρι και γύρισε πάλι πίσω σε αυτόν. Δεν θα το ξεχάσω γιατί το έβλεπα μπροστά μου.
Το απίστευτο περιστατικό στη Λεωφόρο με την κερασμένη λεμονάδα
Ακολουθούσα την ομάδα σε όλα τα παιχνίδια εντός Αττικής. Εκτός δεν πήγαινα γιατί ήμουν μικρός και δεν με άφηνε ο πατέρας μου. Ήταν ένα ματς εκτός έδρας στη Λεωφόρο κόντρα στον Παναθηναϊκό. Στα πρώτα λεπτά ο Κουβάς άνοιξε το σκορ. Πεταχτήκαμε στον αέρα τρία άτομα και γύρισε όλο το γήπεδο να μας κοιτάξει. Δεν μας πειράξει κανείς, παρά μόνο γελούσαν. Χάσαμε 5-1 τελικά. Τρώγαμε γκολ μέχρι το τέλος. Γύρισε κάποια στιγμή ένας κύριος που καθόταν πίσω μου και μου είπε: έλα, πάρε μια λεμονάδα να σου περάσει η πίκρα.
Ήταν πολύ ωραία χρόνια τότε. Όταν ήρθα στην Αθήνα για τις σπουδές μου, μαζευόμασταν οι φίλοι από το πανεπιστήμιο και γυρνούσαμε τα γήπεδα. Ερχόταν ο ΠΑΟΚ να παίξει κόντρα στον Πανιώνιο; Πηγαίναμε. Αγωνιζόταν η Παναχαϊκή του Δαβουρλή κατά του Απόλλωνα; Το ίδιο. Δεν μας πείραζε κανένας. Άλλες εποχές.
Ο Ράλλης Μπούρης είναι παράλληλα ο μεγαλύτερος συλλέκτης άλμπουμ Panini στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτά κατέχει και ένα με τη μεγάλη ομάδα του Βύζαντα Μεγάρων στα 60s.
Δυστυχώς τώρα δεν πηγαίνω στο γήπεδο, σταμάτησα. Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει. Οι παίκτες τότε αγαπούσαν την ομάδα τους. Δεν είναι όπως σήμερα που είναι μόνο το χρήμα. Ήταν η φανέλα. Λυπάμαι που η ομάδα μου, ο Βύζαντας, πια είναι στις χαμηλές κατηγορίες. Είμαστε μια ιστορική ομάδα. Το ίδιο και ο Φωστήρας, η Δόξα Δράμας. Όλες τους χάθηκαν.
Πηγαίνω κάθε σαββατοκύριακο στα Μέγαρα. Πολλές φορές συναντάω τον Κουβά και τα λέμε. Είμαστε φίλοι. Καθόμαστε και συζητάμε για τις αναμνήσεις μας. Εκείνος μου λέει για τότε που έκανε το ντεμπούτο του στην ομάδα, 16μιση χρονών, και ο μισθός του ήταν μια μπανάνα που του έδινε ο παντοπώλης απέναντι από το γήπεδο. Εγώ για τα γκολ που έβλεπα από τις εξέδρες. Και πάντα γελάμε στο τέλος.