Ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, περί το 6 π.Χ, με θαυμαστό τρόπο, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, από την Παρθένο Μαρία, μέσα σ’ ένα σπήλαιο που χρησίμευε ως σταύλος. Οκτώ ημέρες μετά τη γέννησή του δόθηκε στο θείο βρέφος το όνομα Ιησούς, που σημαίνει «Ο Γιαχβέ (Θεός) συντρέχει» στα αραμαϊκά.
Λίγο αργότερα, ο Ιωσήφ, σύμφωνα με προσταγή Αγγέλου του Κυρίου, παρέλαβε τη μητέρα και τον Ιησού κι έφυγε για την Αίγυπτο, επειδή ο βασιλιάς της Ιουδαίας Ηρώδης σχεδίαζε να φονεύσει το θείο βρέφος. Μετά το θάνατο του Ηρώδη, ο Ιωσήφ και η Μαρία μαζί με το παιδί επέστρεψαν κι εγκαταστάθηκαν στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Όταν ο Ιησούς έγινε δώδεκα ετών, οι γονείς του τον πήγαν στα Ιεροσόλυμα, για να γιορτάσουν εκεί το Πάσχα. Στην επιστροφή, ο Ιωσήφ και η Μαρία ανακάλυψαν ότι απουσίαζε ο Ιησούς κι επέστρεψαν γεμάτοι αγωνία στα Ιεροσόλυμα. Εκεί τον βρήκαν να κάθεται μαζί με τους ιερείς και τους διδασκάλους στο Ναό και να τους καταπλήσσει με την κρίση και τη σοφία του. Αφού επέστρεψαν στη Ναζαρέτ, ο Ιησούς έμεινε μαζί τους και βοηθούσε στις δουλειές τον ξυλουργό πατέρα του.
Όταν έγινε τριάντα ετών, πήγε στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάσθηκε στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή και του ζήτησε να τον βαπτίσει. Κατά τη βάπτισή του ακούστηκε φωνή Κυρίου, που έλεγε: «Αυτός είναι ο υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο με χαρά μου ανέθεσα να σώσει το κόσμο» κι εφάνη το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει από τον ουρανό «εν είδει περιστεράς».
Κατόπιν διάλεξε ως συνεργάτες του δώδεκα μαθητές, τους οποίους ονόμασε αποστόλους. Με τους απλοϊκούς αυτούς ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ψαράδες, άρχισε το θείο έργο του. Εκτός από τους φανερούς συνεργάτες του υπήρχαν κι άλλοι μαθητές του Ιησού που ήταν κρυφοί, όπως ο Νικόδημος, Ιουδαίος άρχοντας και ο Ιωσήφ, βουλευτής από την Αριμαθαία. Τον ακολουθούσαν επίσης και πολλές γυναίκες, αφοσιωμένες μαθήτριές του, όπως η Μάρθα, συγγενής της Θεοτόκου, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Σαλώμη, η Μάρθα και η Μαρία, αδελφές του Λαζάρου.
Ο Ιησούς στους δώδεκα μαθητές του έδωσε την εξουσία να θεραπεύουν τις σωματικές και ψυχικές αρρώστιες των ανθρώπων και την εντολή να διδάξουν πρώτα τους Ιουδαίους κι έπειτα τους Σαμαρείτες και τους ειδωλολάτρες (εθνικούς). Οι οδηγίες του ήταν η θεραπεία να γίνεται δωρεάν, οι υπηρεσίες στους ανθρώπους να προσφέρονται δωρεάν, να μην φέρνουν μαζί τους χρήματα, οδοιπορικό σάκο κι άλλα περιττά πράγματα και να μην φοβούνται τους διωγμούς και τα μαρτύρια, γιατί θα είναι πάντα μαζί τους και θα τους στέλνει το Άγιο Πνεύμα, το όποιο θα τους φωτίζει τι πρέπει να λέγουν και τι πρέπει να πράττουν.
Σε όλο το διάστημα της επίγειας ζωής του ο Ιησούς κήρυττε το λόγο του Θεού στους ανθρώπους. Χρησιμοποιούσε πάντα τις κατάλληλες περιστάσεις και μιλώντας μεταχειριζόταν ζωηρές εικόνες και παρομοιώσεις για να περάσει το μήνυμα της λυτρωτικής αγάπης του Θεού για όλους τους ανθρώπους. Θαυμάσιες ήταν οι παραβολές του, στις οποίες παρουσίαζε σκηνές από την καθημερινή ζωή, που σε συνδυασμό με τις εκπληκτικές θεραπευτικές του ικανότητες, γέμιζε με ελπίδα και ενθουσιασμό τις ψυχές του απλού λαού. Τη διδασκαλία του παρομοίαζε με λυχνάρι που τοποθετούν στον λυχνοστάτη, για να σκορπίζει το φως του παντού.
Όλη η διδασκαλία του Ιησού Χριστού περιλαμβάνεται περιληπτικά στην επί του Όρους ομιλία του, που θεωρείται ο Θείος ηθικός κώδικας του χριστιανισμού. Τα κυριότερα σημεία της είναι τα εξής: Ο Θεός είναι πατήρ και οι άνθρωποι τέκνα αυτού. Ο Θεός προνοεί περί των ανθρώπων. Η σχέση τον ανθρώπου προς το Θεό είναι προσωπική, εσωτερική, πνευματική. Ο καλύτερος τρόπος της λατρείας είναι η πλήρωση των εντολών του. Κεντρική θέση κατέχει η εντολή της αγάπης προς αυτόν και προς τον πλησίον. Η Θεία χάρη βοηθά στην προσπάθεια της ηθικής τελείωσης. Κάθε άνθρωπος με τη θερμότητα της πίστης του βρίσκει μέσα στην ψυχή του ένα πανάγαθο και αληθινό Θεό. Με την πίστη και την άσκηση της αρετής φθάνει ο αγνός χριστιανός στο σημείο να νικήσει τα πάθη του και μαζί τον πόνο και το θάνατο. Η καθαρότητα της καρδίας αποτελεί το κέντρο της χριστιανικής ηθικής. Το κέντρο τον κηρύγματος του Ιησού Χριστού αποτελεί η βασιλεία των ουρανών.
Σπουδαίες αρετές, τις οποίες εξυμνούσε, ήταν η πραότητα, η δικαιοσύνη, η επιείκεια, η ανεξικακία, η απλότητα και η ταπεινοφροσύνη. Καταδίκαζε τον εγωισμό και την πλεονεξία, τις επιδεικτικές προσευχές, τις «προς το θεαθήναι» ελεημοσύνες και υποστήριζε ότι είχε εξουσία και αποστολή να συγχωρεί αμαρτίες, να ομιλεί εν ονόματι του Θεού και να προετοιμάσει τους ανθρώπους για τη βασιλεία του Θεού. Ονόμαζε τους φτωχούς, αδελφούς του κι έκανε θαύματα, για να λυτρώσει τους ασθενείς. Εξίσωσε τις γυναίκες με τους άνδρες και τους δούλους με τους κυρίους.
Όλα τα παραπάνω και οι αναστάσεις νεκρών έκαναν τον απλό λαό φανατικό οπαδό του και τους Γραμματείς και Φαρισαίους εχθρούς του. Η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του ανησύχησε τις ιουδαϊκές και ρωμαϊκές αρχές. Μερικοί οπαδοί του έβλεπαν στο πρόσωπό του τον Μεσσία (Χριστός στα ελληνικά) του Ιουδαϊκού λαού, γεγονός που γέννησε σε Ιουδαίους και Ρωμαίους άρχοντες την υποψία ότι οι σκοποί του ήταν επαναστατικοί.
Με τη βοήθεια του μαθητή του Ιούδα του Ισκαριώτη, που τον πρόδωσε για τριάντα αργύρια, οι άρχοντες των Ιουδαίων τον συνέλαβαν και τον έφεραν ενώπιον του Συνεδρίου, ενός οργάνου των Ιουδαίων με θρησκευτικές πολιτικές και δικαστικές αρμοδιότητες, το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο. Ο Πόντιος Πιλάτος, ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας, μετά πολλούς δισταγμούς υπέκυψε στην πίεση των Ιουδαίων και επικύρωσε τη θανατική καταδίκη.
Αμέσως μετά, οι Ρωμαίοι στρατιώτες έφεραν τον Ιησού έξω από την Ιερουσαλήμ σ’ ένα τόπο που ονομαζόταν Γολγοθάς ή Κρανίου τόπος. Εκεί τον σταύρωσαν ανάμεσα σε δύο κακούργους, περί το 30 μ.Χ. Επάνω στο σταυρό εξέπνευσε, ενώ έλεγε τους τελευταίους αυτούς λόγους: «Τετέλεσται· Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου».
Ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ, οι κρυφοί μαθητές του, τον αποκαθήλωσαν και τον έθαψαν σ’ ένα μνημείο σκαλισμένο σε βράχο. Το πρωί της Κυριακής, τη χαραυγή, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η του Ιακώβου και η Σαλώμη πήγαν στον τάφο, για να αλείψουν το σώμα του Χριστού με αρώματα. Εκεί Άγγελος Κυρίου ανήγγειλε σ’ αυτές ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ, οι τρεις γυναίκες συνάντησαν τον Ιησού που τις χαιρέτησε και παράγγειλε να ειδοποιήσουν τούς μαθητές του να συγκεντρωθούν στη Γαλιλαία, όπου θα εμφανισθεί σ’ αυτούς.
Ο Ιησούς μετά την Ανάστασή του παρουσιάσθηκε σε δύο μαθητές του στην πόλη Εμμαούς. Ακολούθως, παρουσιάσθηκε στην οικία που ήταν κλειστή για το φόβο των Ιουδαίων κι εμφανίσθηκε στο μέσο των μαθητών του λέγοντας: «Ειρήνη υμίν». Έπειτα από πολλές άλλες παρουσίες στο διάστημα σαράντα ημερών που έμεινε μετά την Ανάστασή του στη γη, αναλήφθηκε στο όρος των Ελαιών, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαθητών του. Την πεντηκοστή ημέρα από την Ανάστασή του, έστειλε στους μαθητές του το Άγιο Πνεύμα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι Απόστολοι να διδάσκουν σε όλα τα έθνη τις εντολές του, σύμφωνα με την παραγγελία του.
πηγη sansimera.gr