Η έρευνα συνεχίζεται για την ταυτοποίηση και άλλων περιπτώσεων.
Σας υπενθυμίζουμε την παρακάτω σημαντική Ενημέρωση απο την 19-4-2018
Εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Δυτικής Αττικής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής σε συνεργασία με το Τμήμα Ασφαλείας Μεγάρων, εγκληματική οργάνωση τα μέλη της οποίας διέπρατταν απάτες κακουργηματικής μορφής και πλαστογραφίες σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών.
Στο πλαίσιο οργανωμένης και άριστα συντονισμένης, ευρείας κλίμακας επιχείρησης, που πραγματοποιήθηκε πρωινές ώρες της 18-04-2018 στις περιοχές Βλυχό – Μεγάρων – Αττικής, Ζευγολατιό – Κορινθίας, Κουτσοπόδι – Άργους και Νέας Κίου – Αργολίδος, συνελήφθησαν τριάντα τρεις (33) ημεδαποί (ηλικίας από 19 έως 72 ετών), μεταξύ των οποίων οι πέντε (5) αρχηγοί, δεκατέσσερα (14) από τα δέκα οκτώ (18) βασικά μέλη της οργάνωση και δέκα πέντε (15) από τα τριάντα οκτώ (38) περιφερειακά μέλη. Επιπλέον, ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται τέσσερα (4) από τα βασικά μέλη και είκοσι τρία (23) από τα περιφερειακά μέλη (ηλικίας από 22 έως 71 ετών).
Στην αστυνομική επιχείρηση συμμετείχαν περισσότεροι από διακόσιοι (200) Αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Δυτικής Αττικής, της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Δυτικής Αττικής, της Διεύθυνσης Αστυνομικών επιχειρήσεων Αττικής, της Διεύθυνσης Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων, της Αστυνομικής Διεύθυνσης Κορινθίας, της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αργολίδος, ομάδες Ο.Π.Κ.Ε., διμοιρία ΔΙ.Α.Τ., συνοδοί Αστυνομικών σκύλων.
Σε βάρος των συλληφθέντων σχηματίστηκε δικογραφία για τα – κατά περίπτωση – αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, απάτες και πλαστογραφίες κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, απόπειρες απατών, πλαστογραφίες τετελεσμένες και σε απόπειρα κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Νομιμοποίηση Εσόδων από Εγκληματική Δραστηριότητα.
Από την μέχρι στιγμής έρευνα, που ήταν εξειδικευμένη, πολυδιάστατη, πολυεπίπεδη και χρονοβόρα, και που βασίστηκε στη συνδυαστική μελέτη και ανάλυση στοιχείων , προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι από το έτος 2015, μέχρι και σήμερα , έχουν διαπράξει περισσότερες από διακόσιες τριάντα επτά (237) αξιόποινες πράξεις, έχοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο εκτιμάται ότι υπερβαίνει κατά πολύ τα 2.000.000,00 €
Παράλληλα εξετάζεται η συμμετοχή τους σε εκατοντάδες ακόμη παράνομες πράξεις που έχουν διαπραχθεί με την ίδια μεθοδολογία σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Επιπλέον, ορισμένοι από τους συλληφθέντες, εμπλέκονται σε σαράντα μία (41) ακόμη αξιόποινες πράξεις σε διάφορες περιοχές της χώρας, για τις οποίες έχουν σχηματιστεί αντίστοιχες δικογραφίες.
Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης (modus operandi), καθώς και την συμπεριφορά-κινήσεις των μελών της, προέκυψε ότι τα μέλη της δρούσαν άκρως επαγγελματικά, μεθοδικά και οργανωμένα, ως ακολούθως:
Χαρακτηρίζονταν για την διαρκή δράση τους, την τήρηση σφικτής δομής και ιεραρχίας, καθώς και σεβασμού των νεότερων μελών προς τα πιο έμπειρα και αρχηγικά μέλη, ενώ η πλειοψηφία των μελών είχαν καθημερινή επαφή μεταξύ τους, γνωρίζονταν πολλά χρόνια και παράλληλα διατηρούσαν στενές συγγενικές και φιλικές σχέσεις.
Επίσης, εφαρμόζονταν μερικός καταμερισμός καθηκόντων και ρόλων (άλλοι εκ των δραστών αναζητούσαν, εντόπιζαν και ανέβαζαν ψευδείς αγγελίες πώλησης οχημάτων, άλλοι είχαν αναλάβει τον ρόλο του διαμεσολαβητή με τα υποψήφια θύματα, άλλοι εμφανίζονταν και προσποιούντο τους καταξιωμένους επιχειρηματίες, τους ιδιοκτήτες οχημάτων) ενώ η ανταμοιβή και προαγωγή των μελών ήταν ανάλογη με τις προσφερόμενες από αυτούς υπηρεσίες και τον βαθμό εμπλοκής τους.
Η πλειοψηφία των αρχηγικών και βασικών μελών, έχουν κατηγορηθεί κατά το παρελθόν για την τέλεση πανομοιότυπων αδικημάτων, γεγονός που τους «υποχρέωνε» να τροποποιήσουν τη μεθοδολογία δράσης τους και να μετατραπούν σε «επαγγελματίες» του είδους, με τη χρήση τεχνικών και μεθόδων, που εφαρμόζονται από άριστα οργανωμένες εγκληματικές ομάδες.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατόρθωναν να ελαχιστοποιήσουν σε τεράστιο βαθμό το ενδεχόμενο εντοπισμού και ταυτοποίησης των αρχηγικών και βασικών μελών από τις διωκτικές αρχές.
Η εμπειρία ετών στο συγκεκριμένο «αντικείμενο» και τα λάθη του παρελθόντος, τους οδήγησε στη χρήση μιας σύνθετης και πολυδιάστατης μεθοδολογίας δράσης, η οποία εφαρμόζονταν απαρέγκλιτα με την μορφή τέλεσης δύο διαφορετικών ειδών απατών με τα παρακάτω επιμέρους χαρακτηριστικά:
α) Διάπραξη απατών με τη μέθοδο της ανάρτησης ψευδών αγγελιών πώλησης οχημάτων σε διαδικτυακές ιστοσελίδες αγγελιών.
Η τέλεση αυτού του είδους εγκλημάτων, αποτελεί βαρύνουσας σημασίας στόχο της Εγκληματικής Οργάνωσης, διότι τους πρόσφερε άμεσο και καθαρό οικονομικό όφελος. Κατά την υλοποίηση της συγκεκριμένης μεθόδου τα μέλη της οργάνωσης ακολουθούσαν την εξής μεθοδολογία :
Αναρτούσαν σε διαδικτυακές ιστοσελίδες αγγελιών, ψευδείς αγγελίες πώλησης παντός τύπου μεταχειρισμένων οχημάτων και εξαρτημάτων αυτών σε ιδιαίτερα συμφέρουσες τιμές, αρκετά χαμηλότερες σε σχέση με αυτές της υπόλοιπης αγοράς, προσελκύοντας έτσι το ενδιαφέρον πληθώρας υποψήφιων αγοραστών.
Έθεταν προς πώληση οχήματα παντός τύπου, καλύπτοντας έτσι τις απαιτήσεις της πλειοψηφίας των υποψήφιων αγοραστών που αναζητούν κάποιο όχημα και πιο συγκεκριμένα, αναρτούσαν προς πώληση, οχήματα παλαιάς και νέας τεχνολογίας, οικονομικά και πολυτελή, μηχανές μικρού και μεγάλου κυβισμού, αυτοκίνητα Ι.Χ.Ε. και Ι.Χ.Φ., τροχόσπιτα, αγροτικούς ελκυστήρες (τρακτέρ), νταλίκες, επικαθήμενα, ανατρεπόμενες καρότσες, μηχανήματα έργων, φορτωτές, κλαρκ, σκάφη αναψυχής κ.α.
Τις φωτογραφίες των οχημάτων που διέθεταν προς πώληση τις προμηθεύονταν είτε μέσω αναζητήσεων στο διαδίκτυο από ήδη υπάρχουσες αγγελίες εσωτερικού ή εξωτερικού, είτε από προσωπική τους έρευνα, καθώς και από οποιαδήποτε άλλη πηγή.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις είχαν αναρτήσει αγγελίες πώλησης μουσικών οργάνων και κινητών τηλεφώνων.
Κατά την ανάρτηση των αγγελιών δήλωναν ότι το προς πώληση όχημα βρίσκεται σε απομακρυσμένη περιοχή της Επικράτειας (συνήθως νησί), με σκοπό οι υποψήφιοι αγοραστές να μη δηλώσουν πρόθεση για τον διά ζώσης έλεγχό του.
Κατά τον χρόνο που τα υποψήφια θύματα έρχονταν σε επικοινωνία μαζί τους χρησιμοποιούσαν συνήθως ένα από τα παρακάτω σενάρια:
Προσποιούνταν τους καταξιωμένους επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες στόλου οχημάτων, τα οποία συνήθως «δεν είχαν ανάγκη», για να δικαιολογήσουν την πώληση τους σε χαμηλή τιμή. Επιστράτευαν συνεργούς τους που είχαν επιφορτισθεί με τον ρόλο του υποτιθέμενου λογιστή, ή του οδηγού της μεταφορικής εταιρείας που θα τους παρέδιδε το προς πώληση όχημα.
Προσποιούνταν τους εύπορους και προστατευτικούς γονείς, οι οποίοι πωλούσαν όχημα το οποίο χρησιμοποιείται από το παιδί τους σε χαμηλή τιμή, είτε επειδή φοβούνται τροχαίο ατύχημα, (ιδίως σε περιπτώσεις πώλησης μηχανών μεγάλου κυβισμού) είτε επειδή το παιδί τους έχει μετοικήσει ή πρόκειται να μετοικήσει στο εξωτερικό. Στο συγκεκριμένο σενάριο, συμμετείχε και ο υποτιθέμενος γιος, ο οποίος και εξηγούσε τα τεχνικά χαρακτηριστικά του οχήματος.
Παρουσιάζονταν ιδιαίτερα διαλλακτικοί και δεκτικοί στην διαπραγμάτευση, κερδίζοντας εύκολα την εμπιστοσύνη του θύματός τους και όταν έρχονταν σε προφορική συμφωνία για την αγοραπωλησία, αξιολογούσαν το επίπεδο ευκολοπιστίας του θύματος και ανάλογα αποσπούσαν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν, ακολουθώντας τα παρακάτω βήματα, στα οποία καίριο ρόλο διαδραματίζει πάντα ο φερόμενος ως λογιστής δράστης, ο οποίος εξηγεί με σαφήνεια τους λόγους κατάθεσης χρηματικών ποσών, ως ακολούθως:
Αρχικά αποσπούσαν χρηματικό ποσό ως προκαταβολή για την αγορά του οχήματος, την κατοχύρωσή του λόγω της μεγάλης ζήτησής του από έτερους υποψήφιους αγοραστές και τη διαγραφή της αγγελίας πώλησης.
Στη συνέχεια, αποσπούσαν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα με τη χρήση διάφορων προσχημάτων, όπως η πληρωμή Φ.Π.Α., έκδοση τιμολογίων, πληρωμή των μεταφορικών εξόδων, πληρωμή των εξόδων μεταβίβασης.
Σε πολλές περιπτώσεις προκειμένου να κερδίσουν την εμπιστοσύνη κάποιου δύσπιστου θύματος, χρησιμοποιούσαν το τέχνασμα της εικονικής επιστροφής χρημάτων.
Για τις περιπτώσεις που κάποιος αγοραστής τους ζητούσε προσωπικά στοιχεία και στοιχεία του οχήματος, εντόπιζαν πραγματικές αγγελίες πώλησης οχημάτων και υποδυόμενοι τους υποψήφιους αγοραστές, εκμαίευαν πληροφορίες και στοιχεία των νόμιμων κατόχων-πωλητών και των οχημάτων τους.
Αναρτούσαν παράλληλες αγγελίες πώλησης χρησιμοποιώντας τις φωτογραφίες και τα στοιχεία που εμφαίνονταν στις αληθείς αγγελίες, συστήνονταν με τα ονόματα των πραγματικών πωλητών και σε περίπτωση που τους ζητούνταν από τα υποψήφια θύματα-αγοραστές, τους απέστελλαν τα προαναφερόμενα στοιχεία που είχαν αντλήσει από τους νόμιμους κατόχους.
Για την ανάρτηση των αγγελιών, τη μεταβολή ή και διαγραφή των, συνδέονταν στο διαδίκτυο από το δίκτυο καταστημάτων παροχής υπηρεσιών διαδικτύων (INTERNET CAFÉ) και άλλων καταστημάτων, από δημόσια δίκτυα και από δίκτυα των οποίων το ηλεκτρονικό ίχνος (διεύθυνση ip) χρησιμοποιείται ταυτόχρονα από πολλούς χρήστες (NAT IP), πρακτικές που πραγματώνονται από επαγγελματίες δράστες εγκλημάτων με τη χρήση διαδικτύου κι έχουν ως αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων εντοπισμού τους από τις διωκτικές αρχές.
Για την κατάθεση χρημάτων, επέλεγαν έναν από τους ακόλουθους τρόπους για να αποσπάσουν χρήματα από τους παθόντες, ανάλογα με τις ανάγκες και τα συμφέροντα της εγκληματικής οργάνωσης, έχοντας καταρτιστεί πλήρως στους τρόπους μεταφοράς χρημάτων που διαθέτουν τα χρηματοπιστωτικά και μη ιδρύματα της χώρας, καθώς και στις διατραπεζικές συναλλαγές.
[Α] Κατάθεση χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς.
Τα αρχηγικά και βασικά μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, εντόπιζαν άτομα τα οποία βρίσκονταν σε κατάσταση μεγάλης οικονομικής ένδειας και πολλές φορές προέρχονταν από το συγγενικό περιβάλλον τους, τα οποία έναντι ανταλλάγματος παραχωρούσαν ή άνοιγαν νέους τραπεζικούς λογαριασμούς.
[Β] Κατάθεση χρημάτων μέσω ταχυδρομικής επιταγής.
Σε περίπτωση που κάποιο θύμα αντιδρούσε για την αργοπορία ολοκλήρωσης των διαδικασιών (μεταβίβαση, μεταφορά οχήματος στον τόπο διαμονής του θύματος κλπ.), χρησιμοποιούνταν προφάσεις, προκειμένου να δικαιολογηθούν και να τους καθησυχάσουν. Επικρατέστερες προφάσεις αποτελούσαν είτε η μηχανική βλάβη κατά τη μεταφορά του προς πώληση οχήματος, είτε κάποιο τροχαίο ατύχημα ή αναπάντεχο σοβαρό πρόβλημα υγείας ή θάνατος του πωλητή ή στενού συγγενή του.
Στην περίπτωση που το θύμα, έχοντας αντιληφθεί τη σε βάρος του απάτη, ερχόταν σε επικοινωνία μαζί τους, εκτοξεύαν ύβρεις και απειλές κατά της ζωής αυτού και της οικογενείας του, προκειμένου να τον αποτρέψουν να γνωστοποιήσει το γεγονός στις διωκτικές αρχές.
β. Διάπραξη απατών με σκοπό τα μέλη της Εγκληματικής Οργάνωσης να αποσπάσουν παντός τύπου και είδους προϊόντα.
Η τέλεση αυτού του είδους εγκλημάτων, είχε αρκετά κοινά γνωρίσματα με το πρώτο είδος. Οι κατηγορούμενοι, έρχονταν σε επαφή με επιχειρήσεις αλλά και με ιδιώτες, υποδυόμενοι τους υποψήφιους αγοραστές και αποσπούσαν εμπορεύματα και διάφορα αντικείμενα.
Με τη χρήση της προαναφερόμενης μεθόδου, απέσπασαν τουλάχιστον α) 430 μουσαμάδες και β) 630 ελαιόπανα κατά το μήνα Νοέμβριο 2017, την εποχή ελαιοσυγκομιδής, γ) 645 κιλά κατεψυγμένων θαλασσινών, πριν τη Σαρακοστή καθώς και δ) 900 κιλά ξηρών καρπών, ε) 102 κιλά καφέ, στ) 60 φιάλες ποτού ουίσκι, ζ) διάφορα ανταλλακτικά αυτοκινήτων και η) διάφορα άλλα αντικείμενα.
Συγκεκριμένα, τηλεφωνούσαν ή απέστελλαν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ή παρουσιάζονταν αυτοπροσώπως σε επιχειρήσεις ή ιδιώτες που εμπορεύονταν προϊόντα που τους ενδιέφεραν. Κατά την περίπτωση της αυτοπρόσωπης εμφάνισης, το ρόλο επωμίζονταν μέλη της οργάνωσης που τοποθετούνταν χαμηλά στην ιεραρχία της και υψηλότερο στην ιεραρχία μέλος, ανέφερε τηλεφωνικά στο υποψήφιο θύμα ότι τα προαναφερόμενα άτομα ήταν υπάλληλοι της υποτιθέμενης επιχείρησής του.
Αφού έρχονταν σε προφορική συμφωνία και ολοκληρωνόταν η παραγγελία, κατάρτιζαν πλαστό αποδεικτικό εικονικού εμβάσματος προς τον λογαριασμό του θύματος, το οποίο στη συνέχεια τους απόστελλαν ως απόδειξη εξόφλησης της παραγγελίας.
Επικαλούνταν συχνά στα θύματά τους ότι τα χρήματα που τους κατέθεσαν θα φανούν στο λογαριασμό των δεύτερων έπειτα από λίγες ημέρες (ημερομηνία αξίας) λόγω της διαφορετικότητας της τράπεζας μέσω της οποίας πραγματοποίησαν τη μεταφορά. Τα υποψήφια θύματα πείθονταν κι ακολούθως απόστελλαν στους δράστες το εμπόρευμα που είχαν παραγγείλει.
Για την παραλαβή ανάλογα με το μέγεθος των εμπορευμάτων που είχαν εξασφαλίσει να αποσπάσουν, τα παραλάμβαναν με τους ακόλουθους τρόπους:
1. Για μικρού συνήθως όγκου αντικείμενα, συμφωνούσαν με τα θύματά τους να τους τα αποστείλουν με υπεραστικό λεωφορείο των ΚΤΕΛ.
2. Για μεσαίου συνήθως όγκου αντικείμενα, έβρισκαν τυχαία μέσω των πληροφοριών οδηγούς οχημάτων Δ.Χ.Ε. ταξί, τους οποίους μίσθωναν προκειμένου να παραλάβουν για λογαριασμό τους τα προϊόντα απάτης και να τους τα παραδώσουν σε σημείο που θα καθορίσουν.
3. Για μεσαίου και μεγάλου μεγέθους εμπορεύματα, η μεταφορά αντικειμένων ανατίθονταν σε μεταφορικές εταιρείες. Στις επίμαχες μεταφορές, οι κατηγορούμενοι πολλές φορές χρησιμοποιούσαν περισσότερες από μία μεταφορικές εταιρείες προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τα θύματα και τις αρχές σε περίπτωση που η απάτη γίνει εγκαίρως αντιληπτή.
Στις περιπτώσεις 2 και 3, οι κατηγορούμενοι μετέβαλλαν αρκετές φορές κατά τη διάρκειας της διαδρομής είτε του οδηγού ταξί είτε του οδηγού της μεταφορικής εταιρείας, το σημείο παράδοσης των εμπορευμάτων, το οποίο οριστικοποιούν λίγο πριν την άφιξη τους. Η εν λόγω ενέργεια είχε σαν σκοπό να αποφευχθούν τα ενδεχόμενα α) επιτήρησής του χώρου παράδοσης από την Αστυνομία και β) επ’ αυτοφώρω σύλληψής τους, σε περίπτωση που το θύμα αντιληφθεί εγκαίρως τη σε βάρος του απάτη κι ενημερώσει τις αρχές. Η παράδοση γινόταν αρκετές φορές στο εσωτερικό καταυλισμών.
Για τις επικοινωνίες και για να δυσχεράνουν τον εντοπισμό τους, προμηθεύονταν και χρησιμοποιούσαν μεγάλο αριθμό «επιχειρησιακών» τηλεφωνικών συνδέσεων και συσκευών. Οι «επιχειρησιακές» τηλεφωνικές συνδέσεις χρησιμοποιούνταν α) ως τηλέφωνα επικοινωνίας στις αγγελίες που αναρτούσαν, β) για τις επικοινωνίες με τα θύματά τους και γ) πολλές φορές για τις επικοινωνίες μεταξύ τους. Η πλειοψηφία των τηλεφωνικών συνδέσεων έχουν εκδοθεί στο όνομα είτε υπηκόων τρίτων χωρών (αχυράνθρωποι) είτε υποστηρικτικών μελών της οργάνωσης. Με τη χρήση των ίδιων τηλεφωνικών συνδέσεων ως τηλέφωνα επικοινωνίας, οι κατηγορούμενοι προβαίνουν στην ανάρτηση πλήθους αγγελιών.
Τα ποσά που κατατίθενταν στους λογαριασμούς τους, αφαιρούνταν άμεσα από τον αρχικό λογαριασμό, προκειμένου να μη τα απολέσουν σε περίπτωση μπλοκαρίσματος του αρχικού λογαριασμού από την τράπεζα, ενέργεια που πραγματοποιούν τα τραπεζικά ιδρύματα όταν κάποιος λογαριασμός χρησιμοποιείται για τη διάπραξη απατών.
Τα αρχηγικά και βασικά μέλη της οργάνωσης, διαβιούσαν πλουσιοπάροχα, διαχειρίζονται υπέρογκα χρηματικά ποσά, διέμεναν σε πολυτελείς κατοικίες και οδηγούσαν αυτοκίνητα μεγάλης ιπποδύναμης, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτοκίνητα συγκεκριμένης μάρκας.
Τα τεράστια οικονομικά οφέλη που αποκόμιζαν τα νομιμοποιούσαν α) με παντός τύπου αγορές (πολυτελή οχήματα, ανέγερση κατοικιών, πολλαπλές αγορές), β) με πολλαπλές επισκέψεις σε χώρους τυχερών παιγνίων όπου ξόδευαν μεγάλα ποσά, γ) με εικονικές αγορές μεγάλου ύψους σε επιχειρήσεις και δ) με την ίδρυση και τη χρηματοδότηση υπαρκτών ή εικονικών εταιρειών και επιχειρήσεων.
Στην κατοχή τους, καθώς και από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε (29) οικίες συνολικά, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
το χρηματικό ποσό των 15.757 ευρώ,
έξι (6) κυνηγητικά όπλα,
ένα (1) πιστόλι αερίου κρότου,
ένα (1) περίστροφο αερίου κρότου,
δέκα οκτώ οχήματα, εκ των οποίων δυο Δ.Χ.Φ. και μια μοτοσυκλέτα,
μεγάλος αριθμός κινητών τηλεφώνων και καρτών sim,
πλήθος τραπεζικών βιβλιαρίων και τραπεζικών καρτών,
μεγάλος αριθμός εγγράφων, υπεύθυνων δηλώσεων και παραστατικών μεταβιβάσεων,
πλήθος χειρόγραφων σημειώσεων μεταφοράς ποσών, λογαριασμών κ.λπ.,
κοσμήματα και λοιπά τιμαλφή,
ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά αντικείμενα,
υπολογιστές, tablet και laptop.
Πλούσιο είναι και το ποινικό παρελθόν της πλειοψηφίας των συλληφθέντων, οι οποίοι έχουν απασχολήσει στο παρελθόν για παρόμοιας φύσεως αδικήματα.