Ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε με υπερφυσικό τρόπο από την Παρθένο Μαρία σ’ ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ, μεταξύ 7 και 4 π.Χ., σύμφωνα με διάφορους επιστημονικούς υπολογισμούς. Εκείνη την εποχή, βασιλιάς της Ιουδαίας ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας, ηγεμόνας της Συρίας ο Κυρήνιος και αυτοκράτορας της Ρώμης ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο οποίος είχε διατάξει απογραφή πληθυσμού των υπηκόων του. Γι’ αυτό και ο Ιωσήφ πήρε την ετοιμογέννητη Μαρία και μετέβησαν στη Βηθλεέμ από τη Ναζαρέτ, όπου διέμεναν.
Μετά τη γέννηση του Ιησού, ένας άγγελος εμφανίσθηκε στους ποιμένες της περιοχής, αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός, ενώ πλήθος άλλων αγγέλων έψαλλαν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Ενώ συνέβαιναν αυτά, άστρο φωτεινό εξ Ανατολής οδήγησε τρεις Μάγους (Μελχιόρ, Γάσπαρ, Βαλτάσαρ) στη Βηθλεέμ, όπου μαζί με τους βοσκούς προσκύνησαν τον Θεάνθρωπο, προσφέροντάς του χρυσό, λίβανο και σμύρνα.
Η φύση του αστέρα που οδήγησε τους Μάγους απασχόλησε όχι μονάχα τη θεολογία, αλλά και την αστρονομία. Κατά καιρούς οι επιστήμονες έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες: ότι επρόκειτο για σύνοδο πλανητών, για υπερκαινοφανή αστέρα, για κομήτη, ακόμη και για μετεωρίτη. Η σύγχρονη αστρονομία, ωστόσο, δεν θεωρεί πειστικές τις ερμηνείες αυτές. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που έχει σημασία για τους Χριστιανούς δεν είναι τόσο η φύση του φαινομένου, όσο η αξία του ως «σημείου» της έλευσης του Μεσσία, που εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών ερχόμενος στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους. Οι αρχαιότερες και πλέον αξιόπιστες εκκλησιαστικά πηγές για τη γέννηση του Ιησού περιέχονται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, που είναι και οι μόνοι από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές που ασχολούνται με τα της Γεννήσεως του Χριστού.
Ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου έλαβε καθολική μορφή στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ, πρώτα στη Δύση και μετά στην Ανατολή. Μέχρι τότε η Γέννηση του Ιησού εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη Βάπτιση κατά την εορτή των Θεοφανείων. Η Αρμενική Εκκλησία δεν δέχθηκε την αλλαγή και διατήρησε την παλαιότερη παράδοση, την οποία ακολουθούν σήμερα όσες Εκκλησίες ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο (Ιουλιανό). Για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν ως αργία με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (529/534).
Με δεδομένο ότι στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται η ακριβής ημερομηνία της γέννησης του Ιησού, η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού των Χριστουγέννων θα πρέπει να συνδέεται, σύμφωνα με μια θεωρία, με τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου (Βρουμάλια) από τους ειδωλολάτρες της ρωμαϊκής επικράτειας, αλλά και των γενεθλίων του Μίθρα, του ανίκητου Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti), που είχε καθιερωθεί επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού το 275μ.Χ. Νωρίτερα, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τα Σατουρνάλια (17-23 Δεκεμβρίου), όπου επικρατούσε κλίμα γενικής ευφορίας και ανταλλάσσονταν δώρα.
Σύμφωνα με τις απόψεις που αντλούν επιχειρήματα από την ιστορία των θρησκειών, η Εκκλησία διεκδίκησε την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων για να ασκήσει πολεμική με τα κηρύγματά της κατά των εθνικών και αιρετικών. Σύμφωνα με άλλες θεωρίες, η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού προκύπτει από σειρά ημερολογιακών υπολογισμών, που έχουν λάβει υπόψη τους πατερικά κείμενα και παλαιοδιαθηκικές πηγές.
Πάντως, η προσπάθεια εύρεσης του ακριβούς χρόνου της Γέννησης του Χριστού ξεκίνησε αρκετά νωρίς και έχει οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα. Κάποιοι την τοποθετούν τη νύχτα της 19ης προς την 20η Απριλίου, άλλοι τον Ιανουάριο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στις 18 Νοεμβρίου, ενώ σύμφωνα με τον Κυπριανό ο Χριστός γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου.
Κατά τους πρώιμους εκκλησιαστικούς χρόνους η προσέλευση στη Θεία Κοινωνία απαιτούσε ολιγοήμερη νηστεία. Από τον έκτο αιώνα στα μοναστήρια είχε καθιερωθεί νηστεία σαράντα ημερών, η οποία κατά τον 12ο αιώνα επεκτάθηκε σε όλους τους Χριστιανούς της Ανατολής. Έτσι, η νηστεία των Χριστουγέννων ξεκινά από την εορτή του Αγίου Φιλίππου στις 14 Νοεμβρίου.
Η εκκλησιαστική ακολουθία των Χριστουγέννων ψάλλεται στις εκκλησίες νωρίς το πρωί, κατά το ξημέρωμα. Είναι πανηγυρική και γεμάτη λαμπρούς ύμνους των μεγάλων υμνογράφων της εκκλησίας, όπως του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Ρωμανού του Μελωδού και του Κοσμά Μαϊουμά.
Απολυτίκιο
Η Γέννησίς σου Χριστὲ ο Θεὸς ημών
ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως
εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες
υπὸ αστέρος εδιδάσκοντο
Σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης
και Σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν
Κύριε δόξα Σοι.
Κοντάκιο (σύνθεση Ρωμανού του Μελωδού)
Η Παρθένος σήμερον
τον Υπερούσιον τίκτει
και η Γή το σπήλαιον
τω απροσίτω προσάγει
Άγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογούσι
Μάγοι δε μετα αστέρος οδοιπορούσι
Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.
Στις ελληνικές πόλεις και τα χωριά τα Χριστούγεννα γιορτάζονται μέσα σε θερμή οικογενειακή ατμόσφαιρα. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν γλυκά (μελομακάρονα και κουραμπιέδες) και ψωμί («Χριστόψωμο») ζυμωμένο με ειδικό τρόπο σε κάθε περιοχή της πατρίδας μας και στολισμένο με καλλιτεχνική διάθεση.
Υπό την πίεση των μεγάλων χριστιανικών εορτών, οι αρχαίες ειδωλολατρικές γιορτές εξαλείφθηκαν με την πάροδο των αιώνων. Έμειναν, όμως, μέχρι τις μέρες μας, οι δοξασίες, οι θρύλοι και ο μεταφυσικός φόβος για τα δαιμονικά των Χριστουγέννων: τους δικούς μας καλικάντζαρους και τους λυκάνθρωπους στη Γαλλία.
πηγη sansimera